πάρμονος

πάρμονος
πάρμονος
1 abiding σὺν θεῷ γάρ τοι φυτευθεὶς ὄλβος ἀνθρώποισι παρμονώτερος pr. N. 8.17

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πάρμονος — ον, Α ποιητ. τ. τού παράμονος* …   Dictionary of Greek

  • παρμονώτερος — πάρμονος masc nom comp sg παράμονος masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράμονος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε στα χρόνια του Δεκίου (249 251). Η μνήμη του τιμάται στις 29 Νοεμβρίου. * * * και ποιητ. τ. πάρμονος, ον, ΜΑ παραμόνιμος μσν. αυτός που μπορεί να διατηρηθεί («παράμονος οἶνος», Γεωπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”