- πάρμονος
- πάρμονος1 abiding σὺν θεῷ γάρ τοι φυτευθεὶς ὄλβος ἀνθρώποισι παρμονώτερος pr. N. 8.17
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πάρμονος — ον, Α ποιητ. τ. τού παράμονος* … Dictionary of Greek
παρμονώτερος — πάρμονος masc nom comp sg παράμονος masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράμονος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε στα χρόνια του Δεκίου (249 251). Η μνήμη του τιμάται στις 29 Νοεμβρίου. * * * και ποιητ. τ. πάρμονος, ον, ΜΑ παραμόνιμος μσν. αυτός που μπορεί να διατηρηθεί («παράμονος οἶνος», Γεωπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek